- αναβάσιμος
- -η, -οαυτός τον οποίο μπορεί κανείς να ανεβεί: Το βουνό είναι αναβάσιμο από όλες τις μεριές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αναβάσιμος — η, ο [ανάβαση] αυτός επάνω στον οποίο μπορεί να ανεβεί κανείς … Dictionary of Greek
ανάβαση — (anabasis). Γένος θάμνων ή μικρών δέντρων της οικογένειας των χηνοποδιιδών, ιθαγενών των παραμεσογειακών περιοχών. Έχουν φύλλα λεπτά, νηματοειδή και άνθη πρασινωπά. Ο καρπός είναι αχαίνιο. Από τα 15 είδη του γένους, στην Ελλάδα απαντά ένα μόνο… … Dictionary of Greek